- ὀλιγόστιχος
- ὀλῐγό-στῐχος, ον,A consisting of few lines, Call. Aet.Oxy.2079.9, D.L.7.165.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὀλιγόστιχος — consisting of few lines masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολιγόστιχος — και λιγόστιχος, η, ο (ΑΜ ὀλιγόστιχος, ον) αυτός που αποτελείται από λίγους στίχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + στίχος] … Dictionary of Greek
ολιγόστιχος — η, ο αυτός που έχει λίγους στίχους: Ολιγόστιχο ποίημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀλιγόστιχον — ὀλιγόστιχος consisting of few lines masc/fem acc sg ὀλιγόστιχος consisting of few lines neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοστίχου — ὀλιγόστιχος consisting of few lines masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοστίχους — ὀλιγόστιχος consisting of few lines masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγόστιχα — ὀλιγόστιχος consisting of few lines neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιγόστιχος — η, ο βλ. ολιγόστιχος … Dictionary of Greek
ολιγοστιχία — η (ΑΜ ὀλιγοστιχία, Α ιων. τ. ὀλιγοστιχίη) [ολιγόστιχος] το να αποτελείται κάτι από λίγους στίχους … Dictionary of Greek